Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
ξυστήρ
View word page
ξῦσις
ulceration, erosion
ShortDef
ulceration, erosion
Debugging
Headword:
ξῦσις
Headword (normalized):
ξῦσις
Headword (normalized/stripped):
ξυσις
IDX:
60428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60429
Key:
Data
{'content': 'ulceration, erosion'}