Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
ξυσταρχία
View word page
ξύσιλος
shaven, smooth

ShortDef

shaven, smooth

Debugging

Headword:
ξύσιλος
Headword (normalized):
ξύσιλος
Headword (normalized/stripped):
ξυσιλος
IDX:
60427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60428
Key:

Data

{'content': 'shaven, smooth'}