Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
ξυστάρχης
View word page
ξύρω
have oneself shaved

ShortDef

have oneself shaved

Debugging

Headword:
ξύρω
Headword (normalized):
ξύρω
Headword (normalized/stripped):
ξυρω
IDX:
60426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60427
Key:

Data

{'content': 'have oneself shaved'}