Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
ξυσταρχέω
View word page
ξυροφορέω
carry a razor
ShortDef
carry a razor
Debugging
Headword:
ξυροφορέω
Headword (normalized):
ξυροφορέω
Headword (normalized/stripped):
ξυροφορεω
IDX:
60425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60426
Key:
Data
{'content': 'carry a razor'}