Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
ξυσμή
ξυσμός
View word page
ξυρουργός
tonsorial
ShortDef
tonsorial
Debugging
Headword:
ξυρουργός
Headword (normalized):
ξυρουργός
Headword (normalized/stripped):
ξυρουργος
IDX:
60424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60425
Key:
Data
{'content': 'tonsorial'}