Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
ξυσματώδης
View word page
ξυρόν2
[lexical cite]

ShortDef

a razor
[lexical cite]

Debugging

Headword:
ξυρόν2
Headword (normalized):
ξυρόν
Headword (normalized/stripped):
ξυρον2
IDX:
60422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60423
Key:

Data

{'content': '[lexical cite]'}