Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
ξυσμάτιον
View word page
ξυρόν
a razor
ShortDef
a razor
[lexical cite]
Debugging
Headword:
ξυρόν
Headword (normalized):
ξυρόν
Headword (normalized/stripped):
ξυρον
IDX:
60421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60422
Key:
Data
{'content': 'a razor'}