Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυνωνία
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
ξυσμάλιον
View word page
ξυροδόκη
razor-case
ShortDef
razor-case
Debugging
Headword:
ξυροδόκη
Headword (normalized):
ξυροδόκη
Headword (normalized/stripped):
ξυροδοκη
IDX:
60420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60421
Key:
Data
{'content': 'razor-case'}