Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυνόω
ξυνωνία
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
ξύρω
ξύσιλος
ξῦσις
ξύσμα
View word page
ξύρισμα
shaving
ShortDef
shaving
Debugging
Headword:
ξύρισμα
Headword (normalized):
ξύρισμα
Headword (normalized/stripped):
ξυρισμα
IDX:
60419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60420
Key:
Data
{'content': 'shaving'}