Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
ἀναμαστεύω
ἀναμασχαλιστήρ
View word page
ἀναμαντεύομαι
take the auspices a second time
ShortDef
take the auspices a second time
Debugging
Headword:
ἀναμαντεύομαι
Headword (normalized):
ἀναμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αναμαντευομαι
IDX:
6041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6042
Key:
Data
{'content': 'take the auspices a second time'}