Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνόω
ξυνωνία
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
ξυροποιός
ξυρουργός
ξυροφορέω
View word page
ξύρησις
shaving

ShortDef

shaving

Debugging

Headword:
ξύρησις
Headword (normalized):
ξύρησις
Headword (normalized/stripped):
ξυρησις
IDX:
60415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60416
Key:

Data

{'content': 'shaving'}