Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυνήϊος
ξύνημα
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνόω
ξυνωνία
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
ξυροδόκη
ξυρόν
ξυρόν2
View word page
ξυρέω
to shave
ShortDef
to shave
Debugging
Headword:
ξυρέω
Headword (normalized):
ξυρέω
Headword (normalized/stripped):
ξυρεω
IDX:
60412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60413
Key:
Data
{'content': 'to shave'}