Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυνάν
ξυνάων
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξύνημα
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνόω
ξυνωνία
ξυράφιον
ξυρέω
ξυρήκης
ξυρήσιμος
ξύρησις
ξυρητής
ξυρίας
ξυρίς
ξύρισμα
View word page
ξυνόω
cause to participate

ShortDef

cause to participate

Debugging

Headword:
ξυνόω
Headword (normalized):
ξυνόω
Headword (normalized/stripped):
ξυνοω
IDX:
60409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60410
Key:

Data

{'content': 'cause to participate'}