Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
ξυνάν
ξυνάων
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξύνημα
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
ξυνός
ξυνόφρων
ξυνοχαρής
ξυνόω
ξυνωνία
ξυράφιον
View word page
ξυνεείκοσι
twenty together
ShortDef
twenty together
Debugging
Headword:
ξυνεείκοσι
Headword (normalized):
ξυνεείκοσι
Headword (normalized/stripped):
ξυνεεικοσι
IDX:
60401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60402
Key:
Data
{'content': 'twenty together'}