Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
ἀναμάσσω
View word page
ἀναμαλάσσω
soften thoroughly

ShortDef

soften thoroughly

Debugging

Headword:
ἀναμαλάσσω
Headword (normalized):
ἀναμαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναμαλασσω
IDX:
6039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6040
Key:

Data

{'content': 'soften thoroughly'}