Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγνεία
ἅγνευμα
ἁγνευτήριον
ἁγνευτικός
ἁγνεύτρια
ἁγνεύω
ἁγνεών
Ἁγνίας
ἁγνίζω
ἄγνινος
ἅγνισμα
ἁγνισμός
ἁγνιστέος
ἁγνιστήριον
ἁγνιστής
ἁγνίτης
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἀγνοηματίζω
ἀγνόησις
ἀγνοητέον
View word page
ἅγνισμα
a purification, expiation

ShortDef

a purification, expiation

Debugging

Headword:
ἅγνισμα
Headword (normalized):
ἅγνισμα
Headword (normalized/stripped):
αγνισμα
IDX:
603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-604
Key:

Data

{'content': 'a purification, expiation'}