Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
ξυνάν
ξυνάων
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξύνημα
ξυνήων
ξυνοδοτήρ
View word page
ξυλών
place for wood
ShortDef
place for wood
Debugging
Headword:
ξυλών
Headword (normalized):
ξυλών
Headword (normalized/stripped):
ξυλων
IDX:
60395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60396
Key:
Data
{'content': 'place for wood'}