Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
ξυνάν
ξυνάων
ξυνεείκοσι
ξυνήϊος
ξύνημα
View word page
ξυλώδης
woody, hard as wood

ShortDef

woody, hard as wood

Debugging

Headword:
ξυλώδης
Headword (normalized):
ξυλώδης
Headword (normalized/stripped):
ξυλωδης
IDX:
60393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60394
Key:

Data

{'content': 'woody, hard as wood'}