Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
ξυνάν
ξυνάων
ξυνεείκοσι
View word page
ξύλοχος
a thicket, copse
ShortDef
a thicket, copse
Debugging
Headword:
ξύλοχος
Headword (normalized):
ξύλοχος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοχος
IDX:
60391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60392
Key:
Data
{'content': 'a thicket, copse'}