Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
ξυνάν
View word page
ξυλόφρακτος
fenced with wood

ShortDef

fenced with wood

Debugging

Headword:
ξυλόφρακτος
Headword (normalized):
ξυλόφρακτος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφρακτος
IDX:
60389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60390
Key:

Data

{'content': 'fenced with wood'}