Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
ἀναμάρτητος
ἀναμασάομαι
View word page
ἀναμαιμάω
to rage through
ShortDef
to rage through
Debugging
Headword:
ἀναμαιμάω
Headword (normalized):
ἀναμαιμάω
Headword (normalized/stripped):
αναμαιμαω
IDX:
6038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6039
Key:
Data
{'content': 'to rage through'}