Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
ξυλωνία
ξυλώροφον
ξύλωσις
View word page
ξυλοφόρος
carrying wood
ShortDef
carrying wood
Debugging
Headword:
ξυλοφόρος
Headword (normalized):
ξυλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφορος
IDX:
60388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60389
Key:
Data
{'content': 'carrying wood'}