Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
ξύλοχος
ξυλόω
ξυλώδης
ξύλωμα
ξυλών
View word page
ξυλοφορέω
to carry a stick
ShortDef
to carry a stick
Debugging
Headword:
ξυλοφορέω
Headword (normalized):
ξυλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοφορεω
IDX:
60385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60386
Key:
Data
{'content': 'to carry a stick'}