Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
ξυλοχάρτια
View word page
ξυλουργικός
of or for carpentry

ShortDef

of or for carpentry

Debugging

Headword:
ξυλουργικός
Headword (normalized):
ξυλουργικός
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργικος
IDX:
60380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60381
Key:

Data

{'content': 'of or for carpentry'}