Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
ξυλοφόρος
ξυλόφρακτος
View word page
ξυλουργία
a working of wood, carpentry
ShortDef
a working of wood, carpentry
Debugging
Headword:
ξυλουργία
Headword (normalized):
ξυλουργία
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργια
IDX:
60379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60380
Key:
Data
{'content': 'a working of wood, carpentry'}