Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
ξυλοφόριος
View word page
ξυλουργέω
to work wood

ShortDef

to work wood

Debugging

Headword:
ξυλουργέω
Headword (normalized):
ξυλουργέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλουργεω
IDX:
60377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60378
Key:

Data

{'content': 'to work wood'}