Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
ξυλοφθόρον
ξυλοφορέω
ξυλοφορία
View word page
ξυλοτρώκτης
eating wood
ShortDef
eating wood
Debugging
Headword:
ξυλοτρώκτης
Headword (normalized):
ξυλοτρώκτης
Headword (normalized/stripped):
ξυλοτρωκτης
IDX:
60376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60377
Key:
Data
{'content': 'eating wood'}