Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
ξυλοφανής
View word page
ξυλοτομία
woodcutting
ShortDef
woodcutting
Debugging
Headword:
ξυλοτομία
Headword (normalized):
ξυλοτομία
Headword (normalized/stripped):
ξυλοτομια
IDX:
60373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60374
Key:
Data
{'content': 'woodcutting'}