Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
ξυλοφάγος
View word page
ξυλοσχίστης
one who splits wood

ShortDef

one who splits wood

Debugging

Headword:
ξυλοσχίστης
Headword (normalized):
ξυλοσχίστης
Headword (normalized/stripped):
ξυλοσχιστης
IDX:
60372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60373
Key:

Data

{'content': 'one who splits wood'}