Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
ξυλουργής
ξυλουργία
ξυλουργικός
ξυλουργός
View word page
ξυλόστομος
wooden

ShortDef

wooden

Debugging

Headword:
ξυλόστομος
Headword (normalized):
ξυλόστομος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοστομος
IDX:
60371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60372
Key:

Data

{'content': 'wooden'}