Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
ἀναμαρτησία
View word page
ἀνάλωτος
not to be taken, invincible, impregnable

ShortDef

not to be taken, invincible, impregnable

Debugging

Headword:
ἀνάλωτος
Headword (normalized):
ἀνάλωτος
Headword (normalized/stripped):
αναλωτος
IDX:
6036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6037
Key:

Data

{'content': 'not to be taken, invincible, impregnable'}