Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
ξυλοσχίστης
ξυλοτομία
ξυλοτόμος
ξυλοτρόφος
ξυλοτρώκτης
ξυλουργέω
View word page
ξυλοπωλικός
of a timber-merchant

ShortDef

of a timber-merchant

Debugging

Headword:
ξυλοπωλικός
Headword (normalized):
ξυλοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
ξυλοπωλικος
IDX:
60367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60368
Key:

Data

{'content': 'of a timber-merchant'}