Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
ξύλον
ξυλοναΐσκιον
ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
ξυλόστομος
View word page
ξυλοπόδης
with wooden feet
ShortDef
with wooden feet
Debugging
Headword:
ξυλοπόδης
Headword (normalized):
ξυλοπόδης
Headword (normalized/stripped):
ξυλοποδης
IDX:
60361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60362
Key:
Data
{'content': 'with wooden feet'}