Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
ξύλον
ξυλοναΐσκιον
ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
ξυλοπώλης
ξυλοπωλικός
ξυλοπώλιον
ξυλοσπόγγιον
ξυλοστεγής
View word page
ξυλοπέδη
log of wood tied to the feet
ShortDef
log of wood tied to the feet
Debugging
Headword:
ξυλοπέδη
Headword (normalized):
ξυλοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ξυλοπεδη
IDX:
60360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60361
Key:
Data
{'content': 'log of wood tied to the feet'}