Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
ἀναμαρτής
View word page
ἀναλωτικός
expensive
ShortDef
expensive
Debugging
Headword:
ἀναλωτικός
Headword (normalized):
ἀναλωτικός
Headword (normalized/stripped):
αναλωτικος
IDX:
6035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6036
Key:
Data
{'content': 'expensive'}