Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
ξύλον
ξυλοναΐσκιον
ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
ξυλοπόδης
ξυλοποιός
ξυλοπριστικός
ξυλοπύλιον
ξυλοπυρία
View word page
ξύλον
wood
ShortDef
wood
Debugging
Headword:
ξύλον
Headword (normalized):
ξύλον
Headword (normalized/stripped):
ξυλον
IDX:
60355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60356
Key:
Data
{'content': 'wood'}