Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
ξύλον
ξυλοναΐσκιον
ξυλόξεσις
ξυλοπαγής
ξυλοπάκτων
ξυλοπέδη
View word page
ξυλόμακερ
nutmeg

ShortDef

nutmeg

Debugging

Headword:
ξυλόμακερ
Headword (normalized):
ξυλόμακερ
Headword (normalized/stripped):
ξυλομακερ
IDX:
60350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60351
Key:

Data

{'content': 'nutmeg'}