Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
ἀνάμαξις
ἀναμαρμαίρω
View word page
ἀναλωτής
a spender, waster
ShortDef
a spender, waster
Debugging
Headword:
ἀναλωτής
Headword (normalized):
ἀναλωτής
Headword (normalized/stripped):
αναλωτης
IDX:
6034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6035
Key:
Data
{'content': 'a spender, waster'}