Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
ξυλόμοχλον
View word page
ξυλοκόπος
hewing
ShortDef
hewing
Debugging
Headword:
ξυλοκόπος
Headword (normalized):
ξυλοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπος
IDX:
60344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60345
Key:
Data
{'content': 'hewing'}