Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
ξυλομιγής
View word page
ξυλοκοπία
a cudgelling

ShortDef

a cudgelling

Debugging

Headword:
ξυλοκοπία
Headword (normalized):
ξυλοκοπία
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπια
IDX:
60343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60344
Key:

Data

{'content': 'a cudgelling'}