Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
ξυλολυχνοῦχος
ξυλόμακερ
ξυλομετρέω
ξυλομέτρης
View word page
ξυλοκοπέω
to beat with a stick, cudgel

ShortDef

to beat with a stick, cudgel

Debugging

Headword:
ξυλοκοπέω
Headword (normalized):
ξυλοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκοπεω
IDX:
60342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60343
Key:

Data

{'content': 'to beat with a stick, cudgel'}