Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
ξυλολεπής
ξυλολογεία
View word page
ξυλοκατασκεύαστος
made of wood

ShortDef

made of wood

Debugging

Headword:
ξυλοκατασκεύαστος
Headword (normalized):
ξυλοκατασκεύαστος
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκατασκευαστος
IDX:
60338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60339
Key:

Data

{'content': 'made of wood'}