Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
ξυλοκράμβη
ξυλοκυστίς
View word page
ξυλοκαρυόφυλλον
clove
ShortDef
clove
Debugging
Headword:
ξυλοκαρυόφυλλον
Headword (normalized):
ξυλοκαρυόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκαρυοφυλλον
IDX:
60336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60337
Key:
Data
{'content': 'clove'}