Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
ξυλοκόπος
View word page
ξυλοκανθήλια
wooden pack-saddle

ShortDef

wooden pack-saddle

Debugging

Headword:
ξυλοκανθήλια
Headword (normalized):
ξυλοκανθήλια
Headword (normalized/stripped):
ξυλοκανθηλια
IDX:
60334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60335
Key:

Data

{'content': 'wooden pack-saddle'}