Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
ξυλοκέρατον
ξυλοκιννάμωμον
ξυλοκόλλα
ξυλοκοπέω
ξυλοκοπία
View word page
ξυλοθήκη
wood-house

ShortDef

wood-house

Debugging

Headword:
ξυλοθήκη
Headword (normalized):
ξυλοθήκη
Headword (normalized/stripped):
ξυλοθηκη
IDX:
60333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60334
Key:

Data

{'content': 'wood-house'}