Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
ἀναμάξευτος
View word page
ἀνάλωσις
outlay, expenditure

ShortDef

outlay, expenditure

Debugging

Headword:
ἀνάλωσις
Headword (normalized):
ἀνάλωσις
Headword (normalized/stripped):
αναλωσις
IDX:
6032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6033
Key:

Data

{'content': 'outlay, expenditure'}