Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
ξυλοκατασκεύαστος
View word page
ξύλλομαι
plunder
ShortDef
plunder
Debugging
Headword:
ξύλλομαι
Headword (normalized):
ξύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλλομαι
IDX:
60328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60329
Key:
Data
{'content': 'plunder'}