Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
ξυλοκαρυόφυλλον
ξυλοκασία
View word page
ξυλίτης
like wood

ShortDef

like wood

Debugging

Headword:
ξυλίτης
Headword (normalized):
ξυλίτης
Headword (normalized/stripped):
ξυλιτης
IDX:
60327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60328
Key:

Data

{'content': 'like wood'}