Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
ξυλοκάρπασον
View word page
ξύλινος
of wood, wooden

ShortDef

of wood, wooden

Debugging

Headword:
ξύλινος
Headword (normalized):
ξύλινος
Headword (normalized/stripped):
ξυλινος
IDX:
60325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60326
Key:

Data

{'content': 'of wood, wooden'}