Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
ξυλοκανθήλια
View word page
ξυλικός
of wood, wooden, like wood
ShortDef
of wood, wooden, like wood
Debugging
Headword:
ξυλικός
Headword (normalized):
ξυλικός
Headword (normalized/stripped):
ξυλικος
IDX:
60324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60325
Key:
Data
{'content': 'of wood, wooden, like wood'}